κραυγάζει

κραυγάζει
κραυγάζω
bay
pres ind mp 2nd sg
κραυγάζω
bay
pres ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κραυγαστικός — κραυγαστικός, ή, όν (Α) [κραυγάζω] 1. αυτός που αρέσκεται να κραυγάζει 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ κραυγαστικόν η ιδιότητα εκείνου που αρέσκεται να κραυγάζει, τού φωνακλά …   Dictionary of Greek

  • въпити — ВЪПИ|ТИ (338), Ю, ѤТЬ гл. 1. Громко протяжно кричать, вопить: Въздыхаимъ без часа въпиимъ въ ср҃дци. (στενάξωμεν) Изб 1076, 262 об.; чьто тако въпиѥши и зовеши николѹ. ЧудН XII, 73б; съ гнѣвъмь великъмь въпи˫ааше. о нѹже старьцѩ сего ЖФП XII,… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • εριβόας — ἐριβόας, ὁ (Α) (επίθ. τού Βάκχου και τού Ερμή) αυτός που φωνάζει δυνατά, που κραυγάζει. [ΕΤΥΜΟΛ. < ερι (επιτ. μόριο) + βόας (< βοώ)] …   Dictionary of Greek

  • θωυκτήρ — θωϋκτήρ, ὁ (Α) [θωΰσσω] αυτός που κραυγάζει, αυτός που γαβγίζει …   Dictionary of Greek

  • ιυκτής — ἰυκτής και ποιητ. τ. ἰυκτά, ὁ (Α) [ιύζω] 1. αυτός που φωνάζει ή κραυγάζει 2. αοιδός, ψάλτης, αυλητής …   Dictionary of Greek

  • καταβόησις — καταβόησις, ἡ (AM) [καταβοώ] το να κραυγάζει κάποιος εναντίον κάποιου, η κατακραυγή, η αποδοκιμασία («ἐν αιτίαις ἧν καὶ καταβοήσεσιν, ὡς οὐ καίσαρα καταστρατηγῶν, ἀλλὰ τὴν βουλήν», Πλούτ.) αρχ. 1. κακή φήμη 2. μεγαλόφωνη κραυγή, αναγγελία με… …   Dictionary of Greek

  • κεκράκτης — ο (Α κεκράκτης) νεοελλ. θορυβώδης εγκάθετος σε πολιτική συγκέντρωση, μπράβος αρχ. 1. αυτός που κραυγάζει, φωνακλάς, κράχτης («ἅρπαξ, κεκράκτης, Κυκλοβόρου φωνήν ἔχων», Αριστοφ.) 2. κόρακας («κεκρᾱκται κόρακες», σχόλ. στον Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

  • κληδών — κληδών, όνος, επικ. τ. κλεηδών και κληηδών, ἡ (Α) 1. φήμη ή φωνή που περιέχει μήνυμα, πρόρρηση, προφητική ρήση («χαῖρεν δὲ κλεηδόνι δῑος Ὀδυσσεύς», Ομ. Οδ.) 2. είδηση, πληροφορία, νέα («εἴ τινά μοι κληηδόνα πατρός ἐνίσποις», Ομ. Οδ.) 3. διάδοση,… …   Dictionary of Greek

  • ληκητής — ληκητής, ὁ (Α) [ληκάω] αυτός που κραυγάζει, φωνακλάς («ἀγοραίων ληκητὴς ἐπέων», Τίμ.) …   Dictionary of Greek

  • ομόφθογγος — ὁμόφθογγος, ον (Α) αυτός που φθέγγεται, που κραυγάζει συγχρόνως ή αυτός που ηχεί συγχρόνως («παντοίην ἀλάλαζεν ὁμοφθόγγων ὄπα θηρῶν», Νόνν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + φθόγγος (πρβλ. βαρύ φθογγος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”